- σπυρίδα
- η / σπυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Απλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔβ. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ.γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», Ηρόδ.)αρχ.1. ειδικά φτειαγμένο καλάθι για τη μεταφορά χρημάτων2. φρ. «ἀπὸ σπυρίδος δεῑπνον» — δείπνο στο οποίο καθένας φέρνει το φαγητό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπυρ-ίς με επίθημα -ίς, -ίδος, δηλωτικό οργάνων (πρβλ. γραφ-ίς, σκαφ-ίς), εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, αγυρις) ΙΕ ρίζας *sper- «πλέκω» (από όπου και τα σπείρα*, σπάρτον*). Ο τ. σφυρίς, με δασύ εκφραστικό σύμφωνο είναι δευτερογενής (πρβλ. σπόγγος: σφόγγος). Από τους τ. σπυρίς / σφυρίς έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα τού ψαριού σφυρίδα*].
Dictionary of Greek. 2013.